μονοειδῶς

μονοειδῶς
μονοειδής
one in kind
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενοειδής — ἑνοειδής, ές (AM) 1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός 2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.). επίρρ... ἑνοειδῶς μονοειδώς, μονομόρφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • μονοειδής — ές (ΑΜ μονοειδής, ές) αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές η ομοιομορφία …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0273 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ. Նոյն ընդ վ. (=ՄԻԱՏԵՍԱԿ) իբր մ. μονοειδῶς, ἐνοειδῶς uniformiter. *Միակաւ ամենան թիւ միատեսակաբար նախագոյացաւ: Միատեսակապէս յայսցանէ դարձեալ յիւր միակն ժողովի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0273 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ՄԻԱՏԵՍԱԿԱԲԱՐ ՄԻԱՏԵՍԱԿԱՊԷՍ. Նոյն ընդ վ. (=ՄԻԱՏԵՍԱԿ) իբր մ. μονοειδῶς, ἐνοειδῶς uniformiter. *Միակաւ ամենան թիւ միատեսակաբար նախագոյացաւ: Միատեսակապէս յայսցանէ դարձեալ յիւր միակն ժողովի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”